πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζω
πολλαπλᾰσι-άζω,
A multiply,

ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους Euc.7.30

, cf. Archim.Aren.3.6;

ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν Euc.7.16

; also

ἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. Papp.22.4

, Hero Metr.2 Praef.; τι ἐπί τι ib.1.5, 2.3: generally, Porph.Gaur.7.2:—[voice] Pass., Archim. Sph.Cyl.1.2, etc.: c. dat., to be multiplied by . . , Arist.Ph.237b33, Archim.Aren.3.7;

ἐπί τι Euc.9.36

;

κατά τι Papp.100.20

.
II metaph., multiply, increase, εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν, Plb.30.4.13, D.S. 1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασιάζω — multiply pres subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιάζω — πολλαπλασιάζω, πολλαπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολλαπλασιάζω — πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα: Μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την περιουσία του. 2. εντείνω, αυξαίνω: Πολλαπλασιάζω τις ενέργειές μου. 3. (μαθημ.), κάνω την πράξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολλαπλασιάζω — ΝΜΑ [πολλαπλάσιος] 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.) 3. μτφ. πληθύνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιάζῃ — πολλαπλασιάζω multiply pres subj mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιάσουσιν — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 3rd pl (epic) πολλαπλασιάζω multiply fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιάσω — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπολλαπλασιασμένον — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπολλαπλασιασμένων — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιαζομένων — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιαζόμενον — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”